χύλωση
Смотреть что такое "χύλωση" в других словарях:
χύλωση — η / χύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χυλῶ / ώνω] 1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη 2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό … Dictionary of Greek
χύλωση — η χυλοποίηση, μετατροπή των τροφών σε χυλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυλώσῃ — χυλώσηι , χύλωσις converting into juice fem dat sg (epic) χυλόω convert into juice aor subj mid 2nd sg χυλόω convert into juice aor subj act 3rd sg χυλόω convert into juice fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek